Παρασκευή 15 Μαΐου 2015

Τενεσί Ουίλιαµς Λεωφορείο ο Πόθος του σκηνοθέτη Ηλία Καζάν

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%AF%CE%BF:A-Streetcar-Named-Desire-Poster.jpg.jpg




Το Λεωφορείον ο Πόθος (τίτλος πρωτοτύπου A streetcar named Desire) είναι ταινία του σκηνοθέτη Ηλία Καζάν γυρισμένη το 1951. Βασίζεται στο ομώνυμο δράμα του Τένεσι Ουίλιαμς. Η ταινία έλαβε δώδεκα υποψηφιότητες και βραβεύτηκε με τέσσερα βραβεία όσκαρ.

Το 1997 το Λεωφορείον ο Πόθος έλαβε την 45η θέση ως μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου


Υπόθεση

Η Μπλάνς (Βίβιαν Λι), μια καθηγήτρια από τις Νότιες Πολιτείες, επισκέπτεται μετά τον πλειστηριασμό της οικογενειακής περιουσίας της την αδελφή της Στέλλα (Κιμ Χάντερ), που ζει με τον άντρα της Στάνλεϋ Κοβάλσκυ (Μάρλον Μπράντο) στη Νέα Ορλεάνη. Ο Κοβάλσκυ, που ως Πολωνός μετανάστης και εργάτης αντιμετωπίζεται υποτιμητικά από την Μπλανς, καθηλώνει την Στέλλα με τον οξύθυμο και επιβλητικό χαρακτήρα του σε μία σχέση που κυριαρχείται από το ωμό πάθος. Η υπερευαίσθητη και κάπως υπερβολική Μπλανς, τονίζοντας την ευγενή καταγωγή και την καλή ανατροφή της, μπαίνει στο στόχαστρό του και ενδόμυχα γεννιέται ένας κρυφός πόθος. Όσο περνά ο καιρός, αποκαλύπτονται μυστικά του παρελθόντος της Μπλανς και λόγω της συγκατοίκησης δημιουργούνται εντάσεις και πολλαπλά ξεσπάσματα που αφαιρούν ένα ένα τα πέπλα από τους πολύπλοκους χαρακτήρες των ηρώων. Εν τέλει το όριο μεταξύ λογικής και παράνοιας γίνεται όλο και περισσότερο θολό, με αποτέλεσμα το ολέθριο τέλος.



Λεωφορείο ο Πόθος ή η ηγεµονία των πιθήκων


Όταν το Λεωφορείο ο Πόθος είδε για πρώτη φορά το φως της σκηνής στο Έθελ Μπάριµορ Θήατερ της Νέας Υόρκης στις 3 ∆εκεµβρίου του 1947, ο Τενεσί Ουίλιαµς ήταν ήδη γνωστός στο ευρύ κοινό µε το έργο του Γυάλινος κόσµος, που είχε µόλις συµπληρώσει 561 παραστάσεις στο Πλέιχαουζ Θήατερ της Νέας Υόρκης, ακριβώς 16 µήνες νωρίτερα. […] Το Λεωφορείο ο Πόθος, όχι µόνο εκπλήρωσε τις προσδοκίες που είχε δηµιουργήσει ο Γυάλινος κόσµος, αλλά έστειλε τον συγγραφέα του στην κορυφή της αµερικανικής δραµατουργίας. Το Λεωφορείο έκανε 855 παραστάσεις και έγινε το πρώτο έργο που κέρδισε και τα τρία κορυφαία βραβεία, το Πούλιτζερ, το Βραβείο Κριτικών της Νέας Υόρκης και το Ντόναλντσον. […]


Το Λεωφορείο ο Πόθος θεωρείται ότι συµπυκνώνει τα βασικά χαρακτηριστικά της δραµατουργίας του Ουίλιαµς, της λεκτικής και οπτικής του γλώσσας και των θεµατικών του µοτίβων. Στα χαρακτηριστικά αυτά περιλαµβάνονται η δοµή και εξέλιξη της πλοκής, ο λυρισµός των διαλόγων και η ατµόσφαιρα που διανθίζεται από το κωµικό στοιχείο, ο ψυχολογικός ρεαλισµός στην απεικόνιση των ηρώων που έρχεται σε αντίθεση µε τον ρεαλισµό του σκηνικού χώρου, η φορτισµένη µε µνήµες χρήση αντικειµένων, ήχων, χειρονοµιών και λεκτικών µοτίβων και η εστίαση σε χαρακτήρες που είναι ψυχολογικά τραυµατισµένοι ή µε κάποιο τρόπο περιθωριοποιηµένοι από τη σύγχρονη κοινωνία: ήρωες που ψάχνουν τη χαµένη αγνότητα, που αναζητούν τη φυγή από το πέρασµα του χρόνου ή ένα καταφύγιο, εκδιωγµένοι καθώς είναι από µια κοινωνία που δεν τους καταλαβαίνει.


Ήρωες που ψάχνουν την απλή ανθρώπινη επαφή. […]


Tο Λεωφορείο ο Πόθος σόκαρε το κοινό της εποχής του, καθώς, όπως σηµειώνει ο C.W.E. Bigsby «µετά τα έργα του Ο’ Νηλ, είναι το πρώτο αµερικάνικο έργο που θέτει τη σεξουαλικότητα στο κέντρο όλων των χαρακτήρων, µια σεξουαλικότητα που µπορεί να είναι λυτρωτική ή καταστροφική». Μπορεί επίσης να «χρεώσει» κανείς στο έργο µια ανανέωση στους κανόνες της θεατρικής σύµβασης µε τη συµβολική χρήση του χώρου, καθώς το εσωτερικό του σπιτιού συνυπάρχει στον σκηνικό χώρο µε την αρένα του δρόµου. […] Η ταυτόχρονη παράθεση του εσωτερικού και εξωτερικού χώρου στο σκηνικό υπογραµµίζει τη ρευστότητα των ορίων ανάµεσα στην αντικειµενική και την υποκειµενική πραγµατικότητα· µια ρευστότητα που αντανακλάται στη µατιά της Μπλανς. Ένα επιπλέον µεγάλο επίτευγµα του συγγραφέα στο Λεωφορείο ο Πόθος είναι η εύστοχη ενσωµάτωση πολλών επιπέδων πραγµατικότητας σε ένα κατά βάση ρεαλιστικό έργο. […] Η πρώτη ένδειξη για την αριστοτεχνική γραφή του έργου φαίνεται στον τίτλο του: Λεωφορείο ο Πόθος. Ο ίδιος ο τίτλος καταδεικνύει τη σηµασία της θεατρικής µεταφοράς. H χρήση των λέξεων «Λεωφορείο», που χαρακτηρίζεται από µια πεζότητα και «Πόθος» που φέρει την αφηρηµένη έννοια της προσδοκίας µας προϊδεάζει για τις θεµατικές, συµβολικές και οπτικές αντιθέσεις του έργου. Επιπλέον, ο τίτλος τοποθετεί τη δράση σε ένα συγκεκριµένο µέρος, τη Γαλλική Συνοικία της Νέας Ορλεάνης, όπου υπήρχαν στην πραγµατικότητα λεωφορεία µε ονόµατα όπως «Πόθος» και «Νεκροταφεία» και υποδηλώνει τη µετακίνηση από ένα µέρος σε ένα άλλο (άλλωστε η δράση του έργου θα µπορούσε να συνοψιστεί ως η συναισθηµατική διαδροµή της Μπλανς από τον πόθο στην τρέλα). […]


Ο Ουίλιαµς στοχεύει σε µια ισορροπία ανάµεσα στους δύο κεντρικούς ήρωες, τη Μπλανς και τον Στάνλεϊ, καθώς και οι δύο είναι σύνθετοι χαρακτήρες, των οποίων τα θέλω και οι συµπεριφορές πρέπει να ερµηνευθούν µε βάση αυτό που διακυβεύεται γι’ αυτούς κάθε φορά. Η δράση εξελίσσεται µέσα από τις συγκρούσεις των δύο αυτών ηρώων µέχρι την τελική αναµέτρηση, στην οποία ένας κερδίζει και ένας χάνει. Ωστόσο, η τελευταία σκηνή υποδηλώνει ότι ο φαινοµενικός νικητής, ο Στάνλεϊ, είναι στην ουσία κι αυτός χαµένος: οι δύο πιο σηµαντικές σχέσεις της ζωής του, η σχέση του µε τη γυναίκα του Στέλλα και τον καλύτερό του φίλο Μιτς, δεν θα είναι ποτέ πια ίδιες. Οι χαρακτήρες του Ουίλιαµς, αν και συχνά στενόµυαλοι, δεν ενεργούν µε βάση την κακία· αντίθετα, είναι θύµατα της περιορισµένης τους αντίληψης για τη ζωή. […]


Η επιρροή του Άντον Τσέχoφ, του αγαπηµένου συγγραφέα του Ουίλιαµς είναι εµφανής στην απεικόνιση των χαρακτήρων στα έργα του τελευταίου: πίσω από τις επιφανειακές παρανοήσεις των ηρώων κρύβεται ο εσωτερικός αναβρασµός της ψυχής τους, που θέτει τελικά τη ζωή τους εκτός ελέγχου. Πολλοί µελετητές έχουν υποδείξει οµοιότητες ανάµεσα στο Λεωφορείο ο Πόθος και τον Βυσσινόκηπο (1903), καθώς και στα δύο έργα η παλιά παρηκµασµένη αριστοκρατία «ποδοπατείται» από την ενέργεια και τη δύναµη µιας κατώτερης ανερχόµενης τάξης. Και τα δύο έργα ξεκινούν µε µία άφιξη και κλείνουν µε µία αναχώρηση. Η πτώση της Μπλανς, που επιταχύνεται εν µέρει από την απελπισµένη της φυγή από έναν πραγµατικό κόσµο σε έναν φανταστικό κόσµο-καταφύγιο έχει πολλές οµοιότητες µε εκείνη της Νίνας στον Γλάρο (1896) του Τσέχοφ. Η ατάκα της Γιούνις στην τελευταία σκηνή του Λεωφορείου «Η ζωή συνεχίζεται. Ό,τι κι αν µας συµβαίνει, πρέπει να προχωράµε µπροστά.» θυµίζει το φινάλε του Θείου Βάνια (1899) και των Τριών αδελφών (1901). Ένα ακόµη σηµαντικό «τσεχοφικό» χαρακτηριστικό στη δραµατουργία του Ουίλιαµς, κυρίαρχο και στο Λεωφορείο ο Πόθος, είναι η χρήση της µουσικής (η πηγή της οποίας συχνά βρίσκεται εκτός σκηνής) και των ήχων, µε στόχο την κορύφωση της δραµατικής έντασης ή το σχολιασµό της δράσης. […]


Η επιθυµία της Μπλανς για µαγεία, η οποία βρίσκεται διαρκώς σε αντίθεση µε το σκληρό ρεαλισµό της πραγµατικότητας αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό θεµατικό µοτίβο του Λεωφορείου ο Πόθος. Είναι σηµαντικό ότι ο Μιτς βάζει το αµπαζούρ και ο Μιτς το ξαναβγάζει, οριοθετώντας έτσι χρονικά το διάστηµα κατά το οποίο έβλεπε τη Μπλανς όπως εκείνη ήθελε να τη βλέπει, µέσα από ένα πρίσµα µαγείας που εκείνη είχε δηµιουργήσει. […]


Αν και η Μπλανς θεωρεί τον σύζυγο της Στέλλας ένα κτηνώδες πλάσµα µε ζωώδη ένστικτα, την ίδια στιγµή ενστικτωδώς αναζητά έναν άντρα για να ακουµπήσει πάνω του. Υπάρχει µια λεπτή ειρωνεία για την υιοθέτηση από την πλευρά της Μπλανς, του τρόπου σκέψης των γυναικών του Νότου, που χαρακτηρίζεται από µια συναισθηµατική εξάρτηση από ένα πατριαρχικό µοντέλο ανδρικής προστασίας σε µια απροστάτευτη γυναίκα. […] Η Στέλλα, από την άλλη πλευρά, µπορεί να είναι παγιδευµένη σε έναν γάµο που την υποχρεώνει να καθαρίζει τα αποφάγια του συζύγου της, ωστόσο ήταν επιλογή της και είναι επιλογή της να παραµένει σε αυτόν. […]


Όσον αφορά την έλξη που ασκούν στην Μπλανς τα νεαρά αγόρια, η Roxana Stuart [ηθοποιός που έπαιξε το ρόλο της Μπλανς δύο φορές] σηµειώνει: «Μου φαινόταν προφανές ότι η Μπλανς έλκεται από τα νεαρά αγόρια, ακριβώς επειδή η αθωότητα και η αγνότητά τους λειτουργούν εξαγνιστικά και για εκείνη. Επιπλέον, πίστευα ότι έτσι η Μπλανς διατηρούσε ζωντανό στη µνήµη της τον Άλαν, τον νεαρό σύζυγό της που αυτοκτόνησε. Όταν το ανέφερα αυτό στον κύριο Ουίλιαµς, µου είπε: «Όχι. Μέσα στο µυαλό της, η ίδια έχει γίνει ο Άλαν. Και κάνει πράξη τον τρόπο που φαντάζεται ότι ο Άλαν θα προσέγγιζε ένα νεαρό αγόρι.» […]


Στη 10η σκηνή [σκηνή του βιασµού], η πραγµατικότητα παραµορφώνεται µέσα από την υποκειµενική µατιά της Μπλανς. Απειλητικές αντανακλάσεις και αλλόκοτες σκιές εµφανίζονται στους τοίχους, ενώ «η νύχτα γεµίζει απάνθρωπες φωνές, σαν κραυγές µέσα στη ζούγκλα». […] Για την Mary A. Corrigan, η σκηνή του βιασµού απεικονίζει την απόλυτη ήττα µιας γυναίκας, που η ύπαρξή της εξαρτάται από τις διαρκείς αυταπάτες της για την ίδια και για τον κόσµο. Ενώ για τους περισσότερους κριτικούς, η Μπλανς και ο Στάνλεϊ συµβολίζουν την αντίθεση ανάµεσα στο πνεύµα και τη σάρκα, η Corrigan επιπλέον βλέπει τη σύγκρουση των δύο ως εξωτερίκευση της εσωτερικής σύγκρουσης της Μπλανς ανάµεσα στην πραγµατικότητα και την ψευδαίσθηση. […]


Ο Στάνλεϊ σκίζει το χάρτινο αµπαζούρ και απογυµνώνει τη λάµπα· η Μπλανς «βγάζει µια κραυγή πόνου, σαν να ήταν η ίδια που δέχτηκε το χτύπηµα». Σε επίπεδο συµβολισµού, η κραυγή αυτή σηµατοδοτεί ενδεχοµένως την οριστική φυγή της από την πραγµατικότητα και την προσχώρησή της στον κόσµο της ψευδαίσθησης. […] Από το σκίσιµο του χάρτινου αµπαζούρ και µετά, παύει οριστικά να µιλά, µέχρι τη στιγµή που αποφασίζει να αποδεχτεί τον γιατρό ως σωτήρα της. […]


Αν και οι περισσότεροι θεωρητικοί δέχονται ότι στο τέλος η Μπλανς τρελαίνεται, µπορεί κανείς να «διαβάσει» τη δράση και διαφορετικά. Όπως τα όρια ανάµεσα στην ψευδαίσθηση και την πραγµατικότητα διαφοροποιούνται συνέχεια για την Μπλανς, έτσι και η διαχωριστική γραµµή ανάµεσα στην πνευµατική υγεία και την τρέλα είναι πολύ λεπτή. Με το δεδοµένο ότι η Μπλανς είναι πρωταγωνίστρια στο έργο, δραµατολογικά η κρίση της δεν µπορεί να τοποθετηθεί στη σκηνή της οριστικής ρήξης µε τον Μιτς, (γιατί έτσι παρουσιάζεται στις επόµενες δύο ως το άβουλο πλάσµα που άγεται και φέρεται από τους υπολοίπους), αλλά στην τελευταία σκηνή, όπου σαν ενεργητικός διαχειριστής της µοίρας της βρίσκει τρόπο να σώσει την αξιοπρέπειά της και παρ’ όλα όσα συνέβησαν να αποχωρήσει ως η κυρία που πάντα ήθελε να είναι. Αντιλαµβάνεται εξαρχής ότι ο γιατρός είναι ένας κύριος που µπορεί να φερθεί σωστά σε µια κυρία. Έτσι, τον βλέπει ως προστάτη, πάνω στον οποίο αναγκάζεται λόγω των περιστάσεων να ακουµπήσει. Σε όλη τη διάρκεια του έργου, οι άλλοι ακουµπούσαν τα χέρια τους πάνω της και πάνω στα πράγµατά της. […] Όταν όµως ο γιατρός της χαµογελά και την αντιµετωπίζει σαν άνθρωπο µε προσωπικότητα, τότε εκείνη του προτάσσει τα χέρια της. Τον πιάνει από το µπράτσο και αποχωρεί λέγοντας «Όποιος κι αν είστε… Εγώ πάντοτε στηρίχτηκα στην καλοσύνη των ξένων!». […]


Η τελευταία ατάκα του έργου «Τελευταία παρτίδα», σε συνδυασµό µε τη µουσική και την οικογενειακή εικόνα των Κοβάλσκι µοιάζει να σηµατοδοτεί τη συνέχεια της ζωής, όπως θα την επέλεγε ο Στάνλεϊ. Ωστόσο, τώρα πια η Στέλλα θα αναγκαστεί να ζει µε αυταπάτες, όπως έκανε η Μπλανς. Ξέρουµε πια ότι τόσο η Στέλλα όσο και ο Μιτς έχουν αλλάξει καθοριστικά µετά την επίσκεψη της Μπλανς. Και ίσως βαθιά µέσα τους να βρούνε τη δύναµη να αντισταθούν στην ηγεµονία των πιθήκων.


Felicia Hardison Londré, “A streetcar running fifty years”, στο Τhe Cambridge Companion to Tennessee Williams, ed. by M.C. Roudane, Cambridge University Press, 1997, σελ. 45-63.


Mετάφραση: Σοφία Ευτυχιάδου.


Ο Τενεσί Ουίλιαµς για το Λεωφορείο ο Πόθος


Πιστεύω ότι το µεγαλύτερο προτέρηµα του έργου είναι η αυθεντικότητά του, η πιστότητά του στη ζωή. ∆εν υπάρχουν «καλοί» ή «κακοί» άνθρωποι. Ορισµένοι είναι λίγο καλύτεροι ή λίγο χειρότεροι, ωστόσο όλοι ενεργούν περισσότερο µε βάση την παρανόηση παρά την κακία. Από τυφλότητα σε ό,τι συµβαίνει στην καρδιά του άλλου. Ο Στάνλεϊ δεν βλέπει την Μπλανς σαν ένα απελπισµένο πλάσµα, αλλά σαν µια υπολογίστρια σκύλα. […] Κανείς δεν «βλέπει» κανέναν πραγµατικά, ο κάθε ήρωας βλέπει τον άλλον µόνο µέσα από τις ρωγµές του εγωισµού του. Είναι επόµενο ένα έργο σαν αυτό να έχει ως βασικό θέµα εκείνο της κατανόησης, της ανθρώπινης επικοινωνίας. Πρόκειται για µια τραγωδία µε τον κλασικό στόχο να φέρει µια κάθαρση, προκαλώντας το έλεος και τον φόβο του θεατή. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο η Μπλανς πρέπει
να κερδίσει στο τέλος την κατανόηση και τη συµπόνια του κοινού. Κι αυτό πρέπει να γίνει χωρίς να µετατραπεί σε τέρας ο Στάνλεϊ. Η παρανόηση κι όχι ο Στάνλεϊ οδηγεί την Μπλανς στην καταστροφή. Στο τέλος ο θεατής πρέπει να πει: «αν γνώριζαν ο ένας για τον άλλον…»


Απόσπασµα από γράµµα που έγραψε ο Τ. Ουίλιαµς στον Ε. Καζάν το 1947, στο Brenda Murphy, Tennessee


Williams and Elia Kazan, Cambridge University Press, 1992, σελ. 24. Μετάφραση: Σοφία Ευτυχιάδου.


Η διαδικασία µε την οποία γεννιέται µια ιδέα για ένα έργο ήταν πάντα κάτι το οποίο δεν µπορούσα να προσδιορίσω. Το κάθε έργο µου φαίνεται να παίρνει σάρκα και οστά ξαφνικά, σαν οπτασία που γίνεται ολοένα και πιο καθαρή. Στην αρχή είναι πολύ θολή, όπως στην περίπτωση του Λεωφορείου που ήρθε µετά τον Γυάλινο κόσµο. Είχα την εικόνα µιας γυναίκας στην ώριµη νεότητά της. Καθόταν σε µια καρέκλα µόνη, δίπλα σε ένα παράθυρο µε το σεληνόφως να πέφτει πάνω στο θλιµµένο πρόσωπό της, καθώς µόλις την είχε εγκαταλείψει ο άντρας που επρόκειτο να παντρευτεί.


Νοµίζω πως πρέπει να σκεφτόµουν την αδελφή µου που ήταν τρελά ερωτευµένη µε ένα αγόρι από τη ∆ιεθνή Εταιρεία Παπουτσιών το οποίο τη φλέρταρε. Ήταν εξαιρετικά γοητευτικός άντρας και εκείνη βαθιά ερωτευµένη µαζί του. Κάθε φορά που χτυπούσε το τηλέφωνο σχεδόν λιποθυµούσε!


Είχε στο µυαλό της ότι θα ήταν εκείνος και θα της ζητούσε να βγουν ραντεβού. Βλέπονταν µέρα παρά µέρα και κάποια στιγµή ξαφνικά εκείνος δεν ξανατηλεφώνησε. Ήταν τότε που ξεκίνησε η πνευµατική κατάρρευση της Ρόουζ. Από αυτήν την εικόνα αναδύθηκε το Λεωφορείο. Στην αρχή, του είχα δώσει τον τίτλο Blanche’s Chair in the Moon (Η καρέκλα της Μπλανς στο φεγγάρι), που ήταν πραγµατικά πολύ κακός τίτλος...


Απόσπασµα από συνέντευξη του Τ. Ουίλιαµς στο Conversations with Tennessee Williams, ed. by Albert


Devlin, University Press of Mississippi, 3η


έκδοση, 1997, σελ. 331-332. Μετάφραση: Σοφία Ευτυχιάδου.




Νοµίζω ότι ο άνθρωπος πάντα βρίσκει την καλοσύνη. Ακόµη και σε άσυλα µπορεί κανείς να βρει καλοσύνη, αν κάποιος είναι πρόθυµος να δώσει…∆εν έχω ιδέα τί συµβαίνει στην Μπλανς µετά το τέλος του έργου. Αναµφισβήτητα είναι καταρρακωµένη. Και το νόηµα του έργου είναι ότι αυτή η γυναίκα που θα µπορούσε να είναι ένας ανώτερος άνθρωπος «σπάει» από την κοινωνία, την υποκρισία και την ψευτιά της. ό.π., σελ. 80.


∆ούλευα το Λεωφορείο ο πόθος περισσότερα από τρία χρόνια. […] Ήταν η Μπλανς, αυτή η ηδυπαθής και δαιµονική γυναίκα που είχε κατακυριεύσει το µυαλό µου. Ο βιασµός της δεν έχει σαδιστική διάσταση, αλλά αποτελεί φυσική εκδίκηση ενός αρσενικού. Ο Στάνλεϊ λέει στη Μπλανς: «Αυτή τη στιγµή τη χρωστάµε ο ένας στον άλλον από την αρχή» και το εννοεί. Πρέπει να επιβεβαιώσει την κυριαρχία του απέναντι σε αυτήν τη γυναίκα µε τον µοναδικό τρόπο που ξέρει. ό.π., σελ. 244.


Φοβάµαι ότι δεν µπορώ να ταυτιστώ πολύ εύκολα µε τύπους σαν τον Στάνλεϊ Κοβάλσκι. Ίσως θα έπρεπε. Αποτελούν πραγµατικά ένα µυστήριο για µένα.ό.π., σελ. 117.


Πάντα µε ενδιέφερε ιδιαίτερα να δηµιουργώ χαρακτήρες που έχουν ένα είδος αναπηρίας. Πιστεύω ότι όλοι µας έχουµε κάποιο κουσούρι, έτσι κι αλλιώς, και υποθέτω ότι µου είναι πιο εύκολο να
ταυτιστώ µε ήρωες που κλίνουν προς την υστερία, που φοβούνται τη ζωή, που είναι απελπισµένοι για ανθρώπινη επαφή. Ωστόσο, αυτοί οι φαινοµενικά εύθραυστοι άνθρωποι είναι στην πραγµατικότητα πολύ δυνατοί. Η Μπλανς είναι πολύ πιο δυνατή από τον Κοβάλσκι. Όταν εκείνος προσπαθεί να της επιτεθεί την αποκαλεί «τίγρη». Η Μπλανς είναι τίγρης, έχει µεγαλύτερη δύναµη από τον Στάνλεϊ και του παραδίδεται από πόθο. Αυτοί οι εύθραυστοι άνθρωποι είναι πάντα πνευµατικά και ορισµένες φορές και σωµατικά πιο δυνατοί. Επιβιώνουν, παρότι τους κοστίζει αφάνταστα.ό.π., σελ. 110-111


Στη Νέα Ορλεάνη ένιωθα ελεύθερος. […] Ζούσα σε ένα µεγάλο δωµάτιο ενός παλιού σπιτιού· δούλευα κάτω από έναν φεγγίτη σε ένα µεγάλο τραπέζι φαγητού, όπου έγραψα το Λεωφορείο ο Πόθος. Εκείνη την περίοδο είχα την εσφαλµένη εντύπωση ότι πέθαινα. […] Χωρίς αυτήν την αίσθηση της κούρασης και της ιδέας ενός επικείµενου θανάτου, αµφιβάλλω αν θα µπορούσα να δηµιουργήσω την Μπλανς Ντιµπουά. ό.π., σελ. 197.


Πηγή : http://www.ntng.gr/Files/Internet/productions/PP0582/PP0582G0001v02.pdf




Λεωφορείον ο πόθος

Τέννεσση Ουίλλιαμς
μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης

Εκδόσεις Καστανιώτη, 2008
221 σελ.
ISBN 978-960-03-4685-5, [Εξαντλημένο]
Τιμή € 9,59

Pulitzer Prize - Drama [1948]

Αμερικανικά θεατρικά έργα [DDC: 812]





Στο "Λεωφορείον ο Πόθος", κορυφώνεται η αντίθεση ανάμεσα στην παρακμή ενός πολιτισμού που έχει συνείδηση του εαυτού του και στη δύναμη μιας ζωώδους ορμής χωρίς σκοπό. Το "Λεωφορείον" αποκαλύπτει πως ο κύριος Ουίλλιαμς είναι γνήσιος ποιητικός δραματουργός, με τίμια και ολοκληρωτική γνώση των ανθρώπων και με βαθιά συμπάθεια γι' αυτούς... Με ποιητική φαντασία και συμπόνια, ύφανε μια σπαρακτική και λαμπερή ιστορία.
(Brooks Atkinson, New York Times, 4.12.1947)

Το "Λεωφορείον" είναι ζωτικό, παλλόμενο, συμπονετικό, σπαρακτικά ανθρώπινο.""
(New York Daily News, 4.12.1947)

"Ο Τεννεσσή Ουίλλιαμς ήταν ο καλύτερος απ' όλους του Αμερικανούς δραματουργούς και το "Λεωφορείον" το καλύτερό του."
(Carson Kanin, συγγραφέας του "Γεννημένη χτες", 1993)

"Υπάρχουν ελάχιστα σχεδόν τέλεια έργα. Το "Λεωφορείον" είναι ένα απ' αυτά."
(Robert Lee, 1993)



Ψευδαίσθηση και Πραγματικότητα στα Έργα του Τένεσση Ουίλλιαμς: Λεωφορείον ο Πόθος και Γλυκό Πουλί της Νιότης

Ελένη Φραγκούλη
Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η σχέση ψευδαίσθησης και πραγματικότητας στα έργα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς (1911-1983), Λεωφορείον ο Πόθος (1947) και Γλυκό Πουλί της Νιότης (1959), και πως παρουσιάζονται μέσα από αυτά.
Το έργο του Ουίλλιαμς, σχεδόν στο σύνολό του χαρακτηρίζεται από μια έντονη ψευδαισθητική διάθεση έχοντας τη σύγκρουση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση ως το επίκεντρο του.[1] Είναι ανάγκη του ίδιου του συγγραφέα να ξεφύγει από την πραγματικότητα έχοντας σαν μέσον τις καταστάσεις και τους ήρωες των έργων του. Διαπιστώνει κανείς, πως αρκετά από τα θεατρικά έργα και διηγήματά του έχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο ίδιος άλλωστε έχει πει: «επειδή δεν με ικανοποιούσε η ζωή, είχα την ανάγκη να δημιουργήσω μια φανταστική ζωή».[2] Σε μια συνέντευξη που έδωσε ο ίδιος στον εαυτό του δηλώνει πως η δουλειά του λειτουργεί για τον ίδιο σαν ένα είδος ψυχοθεραπείας[3].
Στα έργα του η ψευδαίσθηση εκφράζεται σε πολλά επίπεδα. Στον τρόπο που μιλάνε οι ήρωες στους οποίους επικεντρώνεται κάθε φορά το έργο του, στις περιγραφές χώρων, στην εικόνα που έχουν κάποιοι χαρακτήρες για τη ζωή, στα ρούχα τους, γενικότερα στη συμπεριφορά τους. Παρά το γεγονός ότι οι χαρακτήρες του ζούνε σε μια τέτοια κατάσταση, εν τούτοις ο ερευνητής του έργου του, διακρίνει μια απόλυτα ρεαλιστική περιγραφή τους από τον συγγραφέα. Ο ρεαλισμός των χαρακτήρων του και η δυνατότητα που έχουν να εκφράζουν τα συναισθήματά τους, προσομοιάζει με εκείνη των έργων του μεγάλου δραματουργού Άντον Τσέχωφ[4] καθώς και εκείνων των Ίψεν, Στρίντμπεργκ, Λόρκα και Λώρενς [5] από τους οποίους επηρεάστηκε.[6] Ωστόσο οι δικοί του ήρωες προσπαθούν -μάταια τις περισσότερες φορές- να ξεφύγουν από μια πραγματικότητα εχθρική δίχως κατανόηση για τους ίδιους, ζώντας μέσα στην ψευδαίσθηση που δημιουργούν.
Ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά έργα του, είναι το Λεωφορείον ο Πόθος. Ένα έργο γεμάτο συμβολισμούς, για το οποίο ο συγγραφέας βραβεύθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ (1947) και χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα τρία[7] σπουδαιότερα της παγκόσμιας δραματουργίας του περασμένου αιώνα.
Η επιρροή του έργου του Τσέχωφ Βυσσινόκηπος, στο Λεωφορείον ο Πόθος, έχει πολλές φορές τονιστεί από τους μελετητές του Ουίλλιαμς. Υπάρχει ομοιότητα στην πλοκή των δύο έργων, τα οποία ξεκινάνε με μια άφιξη και τελειώνουν με μια αναχώρηση. Στον Τσέχωφ χάνεται ο Βυσσινόκηπος που ανήκε για γενιές στην οικογένεια, όπως χάνεται και το Βelle Reve στο Λεωφορείον ο Πόθος. Η προσπάθεια της κατώτερης τάξης να ανέβει κοινωνικά[8] είναι ακόμα ένα κοινό στοιχείο. Η τραγικότητα και η ευαισθησία χαρακτηρίζουν και τα δύο αυτά έργα, στα οποία οι ήρωες αφηγούνται οι ίδιοι την ιστορία τους αφήνοντας τη μουσική να παίζει το δικό της ονειρικό ρόλο.[9]
Όμως όπως επισημαίνει ο Μάριος Πλωρίτης στις σημειώσεις της μετάφρασης του Λεωφορείον ο Πόθος, κοινά σημεία και επιρροές υπάρχουν και από το έργο Δεσποινίδα Τζούλια του Στρίντμπεργκ. Κυριαρχεί και στα δύο η μάχη των φύλων και των κοινωνικών τάξεων, οι νευρώσεις και η υστερία των ηρωίδων, η σεξουαλική έλξη, η πνιγηρή ζέστη του καλοκαιριού, ακόμα η ατμόσφαιρα οι χώροι και ο συμβολισμός της μουσικής.[10]
Διαπιστώνει κανείς τον έντονο συμβολισμό που έχουν τα ονόματα χαρακτήρων και χώρων όπως για παράδειγμα το όνομα Μπλανς ντυ Μπουά, που σημαίνει Λευκή του δάσους, το Βelle Reve: ωραίο όνειρο, ο Τσανς: τύχη, η Χέβενλυ: ουράνια, ο Μπος: αρχηγός το Σαιν Κλου: άγιο σύννεφο, κ.ά.
Η Μπλάνς ντυ Μπουά είναι μια ύπαρξη ταλαιπωρημένη ψυχικά, που μάχεται απεγνωσμένα την πραγματικότητα. Ζει με ενοχές για την αυτοκτονία του νεαρού συζύγου της Άλαν και για την αδυναμία της να κρατήσει το οικογενειακό της κτήμα, το Βelle Reve. Φεύγει διωγμένη από την πόλη που ζούσε και εργαζόταν λόγω της προκλητικής σεξουαλικής της δραστηριότητας και κυρίως λόγω της σχέσης της με ένα ανήλικο μαθητή της. Φτάνει στη Νέα Ορλεάνη, στο σπίτι της αδελφής της Στέλλας, έχοντας την ψευδαίσθηση πως θα βρει καταφύγιο, ανθρώπινη επαφή, θα ηρεμήσει, θα ξεχάσει και θα βρει τη στοργή που ζητούσε. Ήδη από την πρώτη σκηνή του Λεωφορείον ο Πόθος, εμφαίνεται η σύγκρουση της ψευδαίσθησης με την πραγματικότητα με την εμφάνιση της Μπλανς, σε μια φτωχική γειτονιά της Νέας Ορλεάνης που έχει μάλιστα το παραπλανητικό όνομα Ηλύσια Πεδία. Αντίθετα από τη γνωστή λεωφόρο του Παρισιού, εδώ πρόκειται για δρόμο εργατών. Η ονομασία της συνοικίας αυτής μπορεί να ερμηνευτεί και σαν προοικονομία αυτού που θα συμβεί στην τελευταία σκηνή και θα οδηγήσει την Μπλανς στο τρελοκομείο, εξανεμίζοντας την ελπίδα της για λύτρωση. Οδηγείται κι εκείνη στα Ηλύσια Πεδία, που σύμφωνα με το αρχαιοελληνικό ιδεώδες, αναπαύονται χωρίς ευθύνες όσοι εγκαταλείπουν τα εγκόσμια.[11] Φτάνει φορώντας ένα λευκό φόρεμα συμβολικό του ονόματος και της ψυχής της, που θα ταίριαζε ίσως στην αριστοκρατική γειτονιά που περίμενε να μένει η αδελφή της, αλλά έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα που βρίσκει. Την έχουν οδηγήσει ως εκεί δυο λεωφορεία ο «Πόθος» και το «Νεκροταφείο». Αντίθετα από τη γαλήνη που ήλπιζε, σ’ αυτή την υγρή πόλη του Νότου,[12] θα συναντήσει την αγριότητα και την προσβολή από τον άξεστο Στάνλεϋ, τον άνδρα της αδελφής της και θα βρεθεί σε ένα αποκρουστικό γι αυτή περιβάλλον. Η ήδη εύθραυστη και πολύπαθη Μπλανς, θα κάνει μια τελευταία προσπάθεια να φτιάξει τη ζωή της με τον Μιτς, συνάδελφο και φίλο του Στάνλεϋ. Παρουσιάζεται σοβαρή και σεμνή αποζητώντας το σεβασμό και τον θαυμασμό του, αλλά η αποκάλυψη της αλήθειας από τον σκληρό Στάνλεϋ θα τα καταστρέψει όλα και θα την οδηγήσει στο ψυχιατρείο.
Στο Γλυκό Πουλί της Νιότης, η ψευδαίσθηση ότι τα νιάτα και η φυσική ομορφιά είναι το διαβατήριο της επιτυχίας, είναι το κυρίαρχο θέμα του. Ο Τσανς επιστρέφει στην πόλη του πιστεύοντας πως θα μπορέσει να εντυπωσιάσει όλους όσους τον θεωρούσαν αποτυχημένο και να πάρει μαζί του την πρώτη και μοναδική του αγαπημένη, τη Χέβενλυ. Ο πατέρας της κοπέλας όμως, ο ισχυρός Μπος Φίνλεϋ, τον προσγειώνει στην πραγματικότητα στέλνοντάς του μήνυμα πως αν δεν φύγει αμέσως από την πόλη, θα ευνουχιστεί. Τον απειλεί λόγω της σεξουαλικά μεταδιδόμενης ασθένειας που κόλλησε στην κόρη του και της σοβαρής και ταπεινωτικής συνάμα εγχείρησης που αναγκάστηκε να κάνει, μια εγχείρηση που όπως αναφέρει ο ίδιος χαρακτηριστικά, κάνουν οι πόρνες: « Η κόρη μου δεν είναι πόρνη, αλλά της έκαναν μια εγχείρηση που μόνο σε πόρνες ταιριάζει, ύστερ’ απ’ την τελευταία φορά που πήγε μαζί του…».[13] Έτσι ο Τσανς, χωρίς να καταφέρει να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του, οδηγείται στον ευνουχισμό. Το προαναφερθέν αυτό μοτίβο, συναντάται συχνά στο έργο του Ουίλλιαμς πιθανότατα λόγω του συναισθηματικού και ψυχολογικού ευνουχισμού που είχε υποστεί ο ίδιος από τη συμπεριφορά του πατέρα του ο οποίος συνήθιζε να τον αποκαλεί: «Μις Νάνσυ» ευνουχίζοντας έτσι τον ανδρισμό του συγγραφέα.[14]
Η Αλεξάνδρα ντε Λάγκο συνοδεύει τον Τσανς στο Σαιν Κλου. Πρόκειται για μια ηθοποιό, που τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί λόγω ηλικίας από την βιομηχανία του θεάματος, μια βιομηχανία που στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην ψευδαίσθηση της εικόνας. Συνήθιζε να ταξιδεύει σε πολλές πόλεις του κόσμου (εξ ου και το ψευδώνυμό της Πριγκίπισσα Κοσμονόπολη), με τη συντροφιά ωραίων νεαρών. Πρόσφατα έκανε μια δυναμική επιστροφή στον χώρο του θεάματος με μια νέα ταινία. Σε μια κρίση ανασφάλειας όμως, φεύγει από την προβολή της πρεμιέρας της και ταξιδεύει ινκόγκνιτο, μη μπορώντας να συμβιβαστεί με την πιθανότητα της αποτυχίας.[15] Η μεταξύ τους σχέση είναι σχέση καθαρής συναλλαγής. Η πλούσια σταρ στηρίζει οικονομικά τον νεαρό Τσανς και αυτός της παρέχει όποιες υπηρεσίες του ζητήσει εκείνη. Όταν μαθαίνει πως η πρεμιέρα της είχε τελικά τεράστια επιτυχία καταφέρνει να σταθεί στα πόδια της. Ετοιμάζεται λοιπόν να επιστρέψει για να χαρεί το θρίαμβό της, αφήνοντας πίσω της την τελευταία δύσκολη περίοδο της ζωής της
Είναι φανερή η προσπάθεια των χαρακτήρων να ξεφύγουν από την πραγματικότητα ζώντας τη ψευδαίσθησή τους. Σε κάθε περίπτωση όμως, η σύγκρουση με την πραγματικότητα έχει τραγικό τέλος. Ο Τσανς αντιμετωπίζει την πραγματικότητα του ευνουχισμού, αντί της ψευδαίσθησης της εντυπωσιακής επιστροφής του στην πόλη που γεννήθηκε και η Μπλανς, αντιμετωπίζει την πραγματικότητα του ψυχιατρείου, αντί της γαλήνης και της λησμονιάς που είχε την ψευδαίσθηση πως θα βρει στη Νέα Ορλεάνη.
Η αίσθηση της απώλειας υπάρχει και στα δύο έργα. Η Μπλανς έχει την ψευδαίσθηση πως θα ξεπεράσει τον θάνατο του Άλαν κρατώντας το BelleReve και εξασκώντας τη σεξουαλικότητά της με τους διάφορους νεαρούς. Στο μυαλό της έχει γίνει ο Άλαν και προσεγγίζει τους νεαρούς με τον τρόπο που θα τους προσέγγιζε κι εκείνος, όπως έχει πει ο ίδιος ο συγγραφέας.[16] Η Αλεξάνδρα ντε Λάγκο είναι μια σταρ του Χόλυγουντ σε παρακμή, έχει «απολέσει» τη νιότη της και έχει την ψευδαίσθηση ότι θα ξεγελάσει το χρόνο, έχοντας νεαρούς εραστές, και προσπαθώντας να ξεφύγει από την πραγματικότητα μέσω του αλκοόλ και των ναρκωτικών[17].
Ο Τσανς έχει την ψευδαίσθηση πως με τα νιάτα και την ομορφιά του θα κερδίσει την επιτυχία που χρειάζεται. Διαπιστώνει κανείς πως τα δυο αυτά έργα του Ουίλλιαμς. έχουν πολλά κοινά σημεία και σε χαρακτήρες αλλά και σε εικόνες. Τα μπαούλα με τα ρούχα που εξέχουν και η ακαταστασία, σηματοδοτούν τις ίδιες τις ζωές των ηρωίδων. Η Μπλανς και η Αλεξάνδρα ντε Λάγκο, προσπαθούν να διατηρήσουν την γοητεία τους φροντίζοντας να είναι μακιγιαρισμένες και περιποιημένες, γιατί γι’ αυτές έχει σημασία η ψευδαίσθηση της ομορφιάς, όχι η ασχήμια της πραγματικότητας. Δεν είναι λίγες οι φορές που η Μπανς διαλέγει το ημίφως δημιουργώντας έτσι την ψευδαίσθηση της διαφυγής από την πραγματικότητα, θέλοντας να εξωραΐσει την αλήθεια. Λέει στον Μιτς, όταν του ζητάει να τοποθετήσει το αμπαζούρ στη λάμπα: «Δεν μπορώ να υποφέρω το γυμνό φως – όπως δεν μπορώ να υποφέρω τα πρόστυχα λόγια και τις χυδαίες πράξεις». Πιστεύει πως μετατρέποντας το χώρο της με τις κουρτίνες τα μαξιλάρια και τα αρώματα, θα κάνει την πραγματικότητα πιο ανεκτή.[18] «Εγώ δε θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία!»[19]ουρλιάζει αργότερα, όταν ο Μιτς βγάζει το κάλυμμα από το αμπαζούρ για να τη δει καθαρά.
Στο Λεωφορείον ο πόθος, είναι επίσης εμφανής η σύγκρουση του κόσμου που αντιπροσωπεύει η Μπλανς, δηλαδή του παλιού Νότου που προτιμάει να υπάρχει μέσα από τις ψευδαισθήσεις και του νέου κόσμου που αντιπροσωπεύει ο Στάνλεϋ, της πραγματικότητας, της νέας τάξης πραγμάτων και του ανερχόμενου εργατικού δυναμικού της μετανάστευσης.
Ο σκληρός τρόπος που ο Στάνλεϋ αποκαλύπτει την αλήθεια για τη Μπλανς στην Στέλλα, θυμίζει τον τρόπο που ο Μπος Φίνλεϋ μιλάει για τη σχέση της Χέβενλυ με τον Τσανς. Είναι γεμάτοι αντιπάθεια και οι δύο για τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται. Όταν ο Τσανς εξομολογείται στη θεία Νόννι και αργότερα στην Αλεξάνδρα ντε Λάγκο, γιατί αναγκάστηκε να επιλέξει αυτό τον ψεύτικο τρόπο ζωής με σκοπό να μπορέσει να ξεφύγει από την πραγματικότητα, μοιάζει με την Μπλανς, όταν εξομολογείται πρώτα στη Στέλλα και μετά στον Μιτς πώς αναγκάστηκε και η ίδια να «αποδράσει» από την αβάσταχτη πραγματικότητα που βίωνε, αναζητώντας λίγη στοργή και ανδρική προστασία με λάθος τρόπο και σε λάθος μέρη. Λέει ψέματα αλλά δεν είναι ψεύτρα, είναι απόλυτα ειλικρινής στα αισθήματα της και σε ότι πιστεύει[20].
Αισθάνονται και οι δύο υπεύθυνοι για ότι προκάλεσαν στους αγαπημένους τους. Η Μπλανς φυσικά βρίσκεται σε χειρότερη θέση γιατί αισθάνεται υπεύθυνη για τον θάνατο του Άλαν. Όμως και για τον Τσανς είναι σκληρό να ξέρει πως έβλαψε την μοναδική κοπέλα που αγάπησε. Έτσι κι αλλιώς η τροπή που πήρε η ζωή και των δύο, στην προσπάθειά τους να γίνει πιο βιώσιμη, ήταν ακριβώς λόγω αυτών των σχέσεων που τους στιγμάτισαν. Ο Τσανς προσπάθησε να αποκτήσει τη ζωή που πίστευε πως έπρεπε να έχει για να αποκτήσει την Χέβενλυ και η Μπλανς έψαχνε να βρει τρόπους να αντέξει τη μίζερη ζωή της. Τα σχέδια και των δύο για να ξεφύγουν, στηρίζονται πάντα σε κάποιον άλλον, γιατί γνωρίζουν την αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα όπως είναι. Έτσι καλλιεργώντας τις ψευδαισθήσεις τους, ζητούν ο ένας συμβόλαιο από την μεγάλη σταρ και ιδιοκτήτρια του στούντιο και η άλλη την οικονομική βοήθεια του πλούσιου πρώην θαυμαστή της. Όταν ο Τσανς πηγαίνει να εντυπωσιάσει με τα ψέματά του τους παλιούς του γνώριμους στο μπαρ του ξενοδοχείου έχοντας τόση ανάγκη το θαυμασμό τους, ζει τη φαντασίωσή του. Θυμίζει την Μπλανς που ήθελε να την προσέχουν όλοι, ακόμη και οι άξεστοι φίλοι του Στάνλεϋ τη βραδιά του πόκερ και βέβαια ο φανταστικός κύκλος των θαυμαστών της, λίγο πριν της διακόψει την ψευδαίσθηση η επιστροφή του Στάνλεϋ από το νοσοκομείο. Και οι δύο τελικά πλήττονται στη σεξουαλικότητά τους, η Μπλανς βιάζεται και ο Τσανς ευνουχίζεται.
Όλοι οι σεξουαλικά προβληματικοί χαρακτήρες των έργων του, κουβαλούν και μια άτυχη ιστορία που λειτουργεί προειδοποιητικά σαν κακός οιωνός και προϊδεάζει το τέλος. Είναι εκ των πραγμάτων καταδικασμένοι να χάσουν, κάθε τους βήμα τους οδηγεί στον αφανισμό τους ανήμποροι να τον αποφύγουν.
Eίναι γνωστό σε όσους έχουν ασχοληθεί με τον Τεννεσσή Ουίλλιαμς, ότι το έργο του είναι βαθιά επηρεασμένο από τη ζωή του και την προσωπικότητα του. Έζησε μια ζωή από την οποία ήθελε διαρκώς να ξεφύγει. Η νοσηρή ευαισθησία της μητέρας, ο παρών- απών και συχνά μεθυσμένος πατέρας, η ψυχασθένεια της αγαπημένης του αδελφής και τέλος η ομοφυλοφιλία του, τον έκαναν να βρίσκει τρόπους να ξεφεύγει από αυτήν την πραγματικότητα και να δημιουργεί με το γράψιμό του ένα κόσμο ψευδαισθήσεων. Η αντίδραση σ’ αυτό το πνιγηρό περιβάλλον ήταν το γράψιμο.[21] Έγραφε κυρίως γιατί το είχε ανάγκη ο ίδιος βάζοντας την ψυχή του και έχοντας ακροατή στα γραφόμενά του τον εαυτό του.[22]Βασικό του μέλημα ήταν να «θεατροποιήσει» τον προσωπικό του εφιάλτη, τις ανοίκειες έλξεις και παρορμήσεις του. Μια ζωή έδειχνε να μάχεται μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Οι κοινωνικοί κώδικες που δείχνουν να πνίγουν τους χαρακτήρες των έργων του, με τους οποίους συχνά ταυτίζεται π.χ. τη Μπλανς, έπνιγαν και τον ίδιο. Ο κόσμος του ήταν συχνά εφιαλτικός και παράλογος, αλλά προσπαθούσε να τον κάνει ηδονικό και όμορφο. [23]
Στο έργο του δεν υπάρχει άλλη λύση εξόν από την τιμωρία την εξορία και την απομόνωση, «τιμωρώντας» τον εαυτό του που πάλευε ανάμεσα στα ηδονιστικά πάθη του και στην ενοχή για τις πράξεις του.[24] Αυτός φαίνεται να είναι και ο λόγος που υπάρχει συχνά αγριότητα στα έργα του, ψυχική και φυσική, σα να επέρχεται μέσω αυτής η κάθαρση. Αυτό συμβολίζει ο ευνουχισμός του Τσανς, και ο διαμελισμός ενός ανθρώπου και η ανθρωποφαγία στο διήγημά του Η επιθυμία και ο μαύρος μασέρ.[25]
Όμως αυτό που χαρακτηρίζει ουσιαστικά το έργο του είναι το αδιέξοδο και η επιθυμία των ηρώων του με τον ένα ή τον άλλον τρόπο να αποδράσουν από την πραγματικότητα μέσα από τις ψευδαισθήσεις που δημιουργούν. Έχουν δηλαδή την ίδια ανάγκη με τον δημιουργό τους. Έτσι η Μπλανς, η Αλεξάνδρα, ο Τσάνς, οι ήρωες των Διηγημάτων του και όλοι όσοι πήραν υπόσταση από την πένα του και προσπάθησαν να ζήσουν λίγο ως πολύ την άπιαστη φαντασίωσή τους, του κλείνουν το μάτι και τον ευχαριστούν που χάρη σ’ αυτόν, προσπάθησαν έστω να αποδράσουν από την πραγματικότητα.
















ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Εργογραφία


Ουίλλιαμς Τεννεσή, Αναμνήσεις, μετ. Εύη Γεωργούλη, Αθήνα, εκδ. Ίνδικτος, 2003.
------- Γλυκό πουλί της Νιότης, μετ. Μάριος Πλωρίτης, Αθήνα. εκδ. Δωδώνη, 1990.
------- Διηγήματα, μετ. Ερρίκος Μπελιές, Αθήνα. εκδ. Πατάκη, 1996.
------- Λεωφορείον ο πόθος, μετ. Μάριος Πλωρίτης, Αθήνα. εκδ. Καστανιώτη, 1998.
-------Where I Live – Selected Essays, New Directions Books, 1978


Αφερώματα σε περιοδικά


Διαβάζω, Αφιέρωμα στον Τεννεσή Ουίλλιαμς, τεύχος 139, Αθήνα 12 Μαρτίου 1986.
Οδός Πανός, «Τεννεσή Ουίλλιαμς-Νίκος Μαμαγκάκης-Ζωή Σαμαρά», Αθήνα. τεύχος 97-98, Μάιος-Αύγουστος 1998
Ομπρέλα, Αφιέρωμα στον Τεννεσή Ουίλλιαμς, τεύχος 63, Δεκέμβριος 2003-Φεβρουάριος 2004


Προγράμματα θεάτρων


Πρόγραμμα της παράστασης του Θεάτρου Τέχνης, από την παράσταση Τριαντάφυλλο στο στήθος, θεατρική περίοδος 2006-7.


Βιβλιογραφία – Ελληνική


Λυγίζος Μήτσος, Τομή στο Σύγχρονο Θέατρο, Αθήνα. εκδ. Δωδώνη, 1987.
Πλωρίτης Μάριος, Πρόσωπα του Νεότερου Δράματος, Αθήνα. εκδ. Γαλαξίας * Εκδόσεις Ερμείας, 1965.


Ξενόγλωσση


Coronis Athina, Tennessee Williams and the Greek Culture, Athens, Kalendis Publishers Ltd., 1994
Knopf Alfred A., ed, Five o’clock angel –letters of Tennessee Williams to Maria st. Just (1948-1982), New York 1990
Kolin Philip C.,ed., Williams: A Streetcar Named Desire, Cambridge University Press, 2000.
------------------- The Tennessee Williams Encyclopedia, Greenwood Press, Westport, Connecticut London, 2004
Roudane Mathew C.,ed ,The Gambridge Companion to Tennessee Williams, Cambridge University Press,1997


Ηλεκτρονικές πηγές


http://el.wikipedia.org, 27/10/2007.
http://www.gradesaver.com/classicnotes/titles/menagerie/essay1.html. 17/12/2007.
http://www.enotes.com/contemporary-literary-criticism/williams-tennessee-vol-30., 17/12/2007.http://www.alito.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=911, 30


[1] Μάριος Πλωρίτης, Πρόσωπα του Νεότερου Δράματος, εκδ. Γαλαξίας * Εκδόσεις Ερμείας, Αθήνα 1965, σ. 135.
[2] Τζ. Κακουδάκη από το πρόγραμμα της παράστασης του Θεάτρου Τέχνης, θεατρική περίοδος 2006-7: Τριαντάφυλλο στο στήθος.
[3] Τεννεσσή Ουίλλιαμς, Where I Live – Selected Essays, New Directions Books, 1978, σσ. 88-92.
[4] Τεννεσσή Ουίλλιαμς: Αναμνήσεις, μετ. Εύη Γεωργούλη, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2003
σ.72,
Μάριος Πλωρίτης, Πρόσωπα του Νεότερου Δράματος, σ. 135,
Mathew C Roudane.,ed , The Gambridge Companion to Tennessee Williams, Cambridge University Press 1997, σ.15, Allean Hale, συγγραφέας άρθρου και
Phillip C. Kolin ed., The Tennessee Williams Encyclopedia, , Greenwood Press, Westport, Connecticut London, 2004, σ.43.
[5] Τεννεσσή Ουίλλιαμς: Λεωφορείον ο πόθος, μετ. Μάριος Πλωρίτης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1998,σημειώσεις του μεταφραστή, σσ 219-220 και
Αthena Koronis: Tennessee Williams and the Greek Culture, Kalendis Publishers Ltd, Athens 1994, σσ, 12-19.
[6] Επιρροές έχει δεχθεί και από άλλους μεγάλους συγγραφείς όπως οι: Γκλάσπελ, Ράις, Οντέτς, Ουάιλντερ, Κρέιν, Λώρενς, Ο’Νήλ, Σάρτρ, Ρεμπώ, Χάυσμεν, Μρεχτ, Μωμ, Σέλλεύ, Ρίλκε, κ.ά. εκδ. Roudane, ο.π., Allean Hale, συγγραφέας άρθρου, σσ. 2,15,16.
[7] Τα άλλα δύο έργα είναι: Περιμένοντας τον Γκοντό του Σ Μπέκετ και Ο θάνατος του εμποράκου του Α.Μίλλερ.
[8] Roudane ed., ο.π. Felicia Hardison Londre συγγραφέας , σ. 50.
[9] http://www.gradesaver.com/classicnotes/titles/menagerie/essay1.html.
[10] Τεννεσσή Ουίλλιαμς: Λεωφορείον ο πόθος, μετ. Μάριος Πλωρίτης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1998,σημειώσεις του μεταφραστή, σσ.219-220 και
Αthena Koronis: ο.π., σ. 18.
[11],The Gambridge Companion to Tennessee Williams, Felicia Hardison Londre συγγραφέας, σελ.51 και Αthena Koronis: ο.π, σ. 65.
[12] ο Νότος αναφέρεται συχνά από τον συγγραφέα, μπορούμε να πούμε ότι χαρακτηρίζει το έργο του. Εκεί μεγάλωσε και από κει πήρε και το ψευδώνυμο Τεννεσσή αντί Τομ. Ειδικά η Νέα Ορλεάνη, ήταν για ένα διάστημα τόπος διαμονής του. Τεννεσσή Ουίλλιαμς, Αναμνήσεις, ο.π. σ. 85 και
Βάιος Παγκουρέλλης, «Η απάτη του Χώρου», Διαβάζω, τχ.139, Αθήνα (12.3.1986), σ. 24.
[13] Τεννεσσή Ουίλλιαμς, Γλυκό πουλί της Νιότης, μετ. Μάριος Πλωρίτης, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1990, πράξη δεύτερη, σ.61.
[14] Roudane, εκδ. ο.π., Allean Hale συγγραφέας, σελ.13 και
http://www.enotes.com/contemporary-literary-criticism/williams-tennessee-vol-30.
[15] αυτό συνήθιζε να το κάνει και ο ίδιος ο Τεννεσσή Ουίλλιαμς μετά από παραστάσεις που δεν είχαν την αναμενόμενη επιτυχία, όπως π.χ. το ταξίδι του στη Ρώμη μετά το ανέβασμα του έργου «Καλοκαίρι και καταχνιά», Τεννεσσή Ουίλλιαμς, Αναμνήσεις, ο.π.
[16] Roudane, ed, ο.π. Felicia Hardison Londre συγγραφέας, σ. 58.
[17]Kolin Philip C.,ed., The Tennessee Williams Encyclopedia, Greenwood Press, Westport, Connecticut London, 2004, σ.262.
[18]Kolin Philip C.,ed., Williams: A Streetcar Named Desire, Cambridge University Press, 2000, σ. 16, Ελευθερία Ιωαννίδου, περιοδικό Ομπρέλα, Αφιέρωμα στον Τεννεσή Ουίλλιαμς, τεύχος 63, Δεκέμβριος 2003-Φεβρουάριος 2004 σ .37 και
Αthena Koronis ο.π., σ. 71.
[19] Τεννεσσή Ουίλλιαμς: Λεωφορείον ο πόθος, μετ. Μάριος Πλωρίτης, εκδ. Καστανιώτη, σκηνή ένατη, σσ.172-173.
[20]Alfred A. Knopf, ed, Five o’clock angel –letters of Tennessee Williams to Maria st. Just (1948-1982), New York 1990, σ. 110.


[21] Οδός Πανός, Αθήνα (Μάιος- Αύγουστος,1998), «Μετεωρίτης σε θλιβερή τροχιά», (ανυπόγραφο) σ. 50.
[22] Roudane, εκδ. ο.π. εισαγωγή, σ. 7.
[23] Σάββας Πατσαλίδης, « Η δοξολογία και ο αναθεματισμός του ερωτικού λόγου στον Τ. Ουίλλιαμς», Διαβάζω, τχ. 139, Αθήνα (12.3.1986), σσ.17-18.
[24] Μάριος Πλωρίτης, «Ο Ορφέας στον Άδη», Διαβάζω, τχ.139, Αθήνα (12.3.1986), σ. 37.
[25] Τεννεσσή Ουίλλιαμς, Διηγήματα, μετ. Ερρίκος Μπελιές, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1996, σσ.119-130.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου