Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

John Huston Τζον Χιούστον



Ο Τζον Χιούστον πέθανε το 1987

Ο Τζον Χιούστον (αγγλ. John Huston), (5 Αυγούστου 1906 - 28 Αυγούστου 1987) ήταν Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου βραβευμένος με Όσκαρ Σκηνοθεσίας και διασκευασμένου σεναρίου για την ταινία του 1948 Ο Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε (The Treasure of the Sierra Madre). Ο Χιούστον έγραψε το σενάριο στις περισσότερες από τις 37 ταινίες που σκηνοθέτησε στην καριέρα του, αρκετές από τις οποίες θεωρούνται κλασσικές μέχρι και σήμερα (Το Γεράκι της Μάλτας (The Maltese Falcon, 1941), Η ύαινα (In this our Life, 1942), Ο Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε (The Treasure of the Sierra Madre, 1948), Στη βοή της καταιγίδος (Key Largo, 1948), Η Ζούγκλα της Ασφάλτου (The Asphalt Jungle, 1950), Η Βασίλισσα της Αφρικής (The African Queen, 1951), Μουλέν Ρουζ (Moulin Rouge, 1952), Οι Αταίριαστοι (The Misfits, 1961), Ο Άνθρωπος που θα Γινόταν Βασιλιάς (The Man Who Would Be King, 1975) και Η Τιμή των Πρίτσι (Prizzi's Honor, 1985). Κατά την διάρκεια της καριέρας του έλαβε 15 υποψηφιότητες για Όσκαρ, είτε για τη σκηνοθεσία είτε για τη συγγραφή σεναρίου. Σκηνοθέτησε τόσο τον πατέρα του ηθοποιό Γουόλτερ Χιούστον στην ταινία Ο Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε, όσο και την κόρη του Αντζέλικα Χιούστον στην ταινία Η Τιμή των Πρίτσι σε ρόλους που τους απέφεραν Όσκαρ Β' Ανδρικού και Β' Γυναικείου Ρόλου αντίστοιχα.

Έχοντας σπουδάσει Καλές Τέχνες στο Παρίσι, ο Χιούστον ήταν γνωστός για το γεγονός ότι σκηνοθετούσε έχοντας το όραμα του καλλιτέχνη. Εξερευνούσε την οπτική προοπτική των ταινιών του σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του, σχεδιάζοντας την κάθε σκηνή σε χαρτί πριν τη γυρίσει κι έπειτα απαθανάτιζε τους ηθοποιούς του με το φακό του. Σε αντίθεση με τους περισσότερους σκηνοθέτες της περιόδου, που βασίζονταν στο τελικό μοντάζ του έργου τους για να του δώσουν μορφή, ο Χιούστον δημιουργούσε τις ταινίες του ενώ γυρίζονταν, καθιστώντας τις περισσότερο οικονομικές κι εγκεφαλικές κι ελαττώνοντας το χρόνο του τελικού τους μοντάζ.

Η θεματολογία του σκηνοθέτη είναι ποικίλη. Πολλές από τις ταινίες του ήταν βασισμένες σε σημαντικά μυθιστορήματα με έντονο το ηρωικό στοιχείο, ενώ άλλες ανήκουν στην κατηγορία των Φιλμ Νουάρ. Τα θέματα τα οποία απασχόλησαν σε μεγαλύτερο βαθμό το σκηνοθέτη ήταν η θρησκεία, η ελευθερία, η αλήθεια, η ψυχολογία, η αποικιοκρατία και ο πόλεμος.

Πριν γίνει δημιουργός ταινιών του Χόλιγουντ, ο Χιούστον υπήρξε ερασιτέχνης πυγμάχος, δημοσιογράφος, συγγραφέας διηγημάτων, ζωγράφος στο Παρίσι και στρατιώτης του ιππικού στο Μεξικό. Στους κύκλους του Χόλιγουντ συχνά αναφερόταν ως Τιτάνας, Επαναστάτης κι Άνδρας της Αναγέννησης. Ο συγγραφέας Ίαν Φριρ τον περιγράφει, ως τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ του Χόλιγουντ, καθώς δεν φοβήθηκε ποτέ να πραγματευτεί θέματα ταμπού για την εποχή τους.

Ο Τζον Χιούστον γεννήθηκε ως Τζον Μαρσέλους Χιούστον στη Νεβάδα του Μιζούρι το 1906. Γονείς του ήταν ο Καναδός ηθοποιός Γουόλτερ Χιούστον κι η δημοσιογράφος Ρία Γκορ. Οι γονείς του χώρισαν όταν ο σκηνοθέτης ήταν τριών ετών και την κηδεμονία του ανέλαβαν η μητέρα του και η γιαγιά του. Ο Χιούστον πέρασε μια ταραχώδη παιδική ηλικία κι εφηβεία, καθώς ήταν αναγκασμένος να μετακινείται από τη μια πόλη στην άλλη, μέχρι τη στιγμή που η μητέρα του παντρεύτηκε ξανά με ένα σημαντικό στέλεχος μιας εταιριών σιδηροδρόμων και εγκαταστάθηκε στη Μινεσότα. Ο Χιούστον πέρασε τα παιδικά του χρόνια φοιτώντας σε οικοτροφεία και περνούσε τα καλοκαίρια του πηγαίνοντας διακοπές πότε με τη μητέρα του και πότε με τον πατέρα του. Από τα 11 μέχρι τα 13 του χρόνια επλήγη από νεφροπάθεια που είχε ως αποτέλεσμα να επηρεάσει την ανάπτυξή του. Εισήχθη σε κλινική όπου του σύστησαν δίαιτα χαμηλή σε θερμίδες και πρωτεΐνες. Μήνες αργότερα απεδείχθη ότι η διάγνωση ήταν λανθασμένη και του δόθηκε εξιτήριο. Έπειτα η οικογένεια του μετακόμισε στο Λος Άντζελες, όπου εντυπωσιάστηκε με τη νεοσύστατη κινηματογραφική βιομηχανία. Για τον Χιούστον ο Τσάρλι Τσάπλιν ήταν το απόλυτο είδωλο. Έχοντας τελειώσει το δεύτερο χρόνο φοίτησης στο Λύκειο αποφάσισε να παρατήσει το σχολείο για να γίνει πυγμάχος και στα 15 του ήταν ήδη επιτυχημένος στην κατηγορία ελαφρών βαρών. Η καριέρα του ως πυγμάχου έληξε άδοξα μετά από το σπάσιμο της μύτης του.. Έπειτα μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να ζήσει με τον πατέρα του, ο οποίος είχε επιτυχημένη πορεία στο Μπρόντγουεϊ. Έλαβε μερικούς μικρούς ρόλους σε θεατρικά και βλέποντας τον πατέρα του να κάνει πρόβες εντυπωσιάστηκε με την τέχνη της υποκριτικής. Ο σκηνοθέτης δήλωσε χρόνια αργότερα ότι έβαλε σε πράξη για ολοκληρή του τη ζωή τα όσα έμαθε πλάι στον πατέρα του. Το σύντομό του πέρασμα από το θεατρικό σανίδι διαδέχτηκε ένα ταξίδι στο Μεξικό, όπου διέμεινε για δυο χρόνια. Κατά τη διαμονή του εκεί έγινε επίτιμο μέλος του ιππικού στο Μεξικό. Επέστρεψε στο Λος Άντζελες όπου παντρεύτηκε την κοπέλα του από το Λύκειο, Ντόροθι Χάρβεϊ, αλλά ο γάμος έληξε επτά χρόνια αργότερα.

Καριέρα

Πρώτα βήματα ως σεναριογράφος

Το 1929, υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρία Metro-Goldwyn-Mayer για 150 δολάρια την εβδομάδα και δυο χρόνια αργότερα με τη Universal Pictures. Πρώτο του εγχείρημα ως σεναριογράφος ήταν η διόρθωση του σεναρίου της ταινίας του 1931 Μέσα στη Θύελλα (A House Divided) που σκηνοθέτησε ο Γουίλιαμ Γουάιλερ με πρωταγωνιστή τον πατέρα του. Ο Γουάιλερ κι ο Χιούστον έγιναν καλοί φίλοι και συνεργάστηκαν σε πολλές ταινίες τα χρόνια που ακολούθησαν. Στα μέσα της δεκαετίας του '30 μεταφέρθηκε στην Αγγλία όπου εργάστηκε για την εταιριά Gaumont-British κι έπειτα επέστρεψε στο Χόλιγουντ, όπου υπέγραψε συμβόλαιο ως σεναριογράφος με την εταιρία Warner Bros.. Συμμετείχε στη συγγραφή των σεναρίων για τις ταινίες του 1938 Μεγαλοφυής Παράφρων (The Amazing Dr. Clitterhouse), στην οποία πρωταγωνιστούσαν ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ κι ο Έντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον και Ζέζεμπελ (Jezebel) σκηνοθετημένη επίσης από τον Γουάιλερ με πρωταγωνίστρια την Μπέτι Ντέιβις. Έπειτα συνέγραψε επίσης τα σενάρια των ταινιών: Χουαρέζ (Juarez, 1939) και Ο Λοχίας Γιορκ (Sergeant York, 1941). Ο Χιούστον έλαβε την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ για τη συγγραφή του σεναρίου της ταινίας Λοχίας Γιορκ κι έγινε ένας από τους πιο σεβάσμιους σεναριογράφους του Χόλιγουντ. Έτσι προσπάθησε να πείσει τους αδελφούς Γουόρνερ να του αναθέσουν τη σκηνοθεσία ταινιών, σε περίπτωση που το επόμενο σενάριο που θα έγραφε ήταν επιτυχημένο. Οι Γουόρνερ συμφώνησαν και του ανέθεσαν τη συγγραφή του σεναρίου για την ταινία Ο δραπέτης της Σιέρα (High Sierra, 1941) που έκανε επιτυχία κι εκτόξευσε την καριέρα του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στα ύψη. Ο ίδιος έγραψε στην αυτοβιογραφία του: Αυτό ήταν κάτι που με ικανοποίησε. Τους άρεσε η δουλειά μου ως σεναριογράφος κι ήθελαν να συνεχίσουμε τη συνεργασία. Και μου έδωσαν την ευκαιρία να σκηνοθετήσω και σε περίπτωση που το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό δεν επρόκειτο να χάσουν κάτι εφόσον επρόκειτο να δοκιμαστώ στη σκηνοθεσία ταινίας χαμηλού προϋπολογισμού.":77.

Στο τιμόνι της σκηνοθεσίας

Η επιτυχία της ταινίας Ο δραπέτης της Σιέρα οδήγησε τον Τζακ Γουόρνερ να αφήσει το Χιούστον να επιλέξει το αντικείμενο του πρώτου του σκηνοθετικού εγχειρήματος.. Ο σκηνοθέτης αποφάσισε να γυρίσει Το Γεράκι της Μάλτας (The Maltese Falcon, 1941) που αποτελεί την τρίτη μεταφορά του αστυνομικού μυθιστορήματος του Ντάσιελ Χάμετ. Ο Χιούστον ετοίμασε ένα σενάριο που έμεινε πιστό στο μυθιστόρημα, αλλά ο

προϋπολογισμός που διέθεσε ο Γουόρνερ για την ταινία ήταν χαμηλός. Η ταινία γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στα στούντιο της Warner Bros. και χωρίς μεγάλα ονόματα (ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ δεν είχε ακόμη καθιερωθεί και η δημοτικότητα της Μαίρη Άστορ ήταν πεσμένη σε σχέση με το παρελθόν). Στην ταινία εμφανίζονται επίσης ο Πίτερ Λόρι, Σίντνεϊ Γκρίνστριτ κι ο πατέρας του Χιούστον, Γουόλτερ. Η ικανότητα του Χιούστον να αποσπάσει καλές ερμηνείες από τους ηθοποιούς του, καθώς κι η οραματικότητά του συνέβαλαν στην εμπορική επιτυχία της ταινίας που πλέον θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα του κινηματογράφου.

Η επιτυχία της ταινίας εξέπληξε τα στελέχη της Warner καθώς οι κριτικοί το αποκάλεσαν ένα από τα καλύτερα μελοδράματα που γυρίστηκαν ποτέ και του έδωσαν θρυλική υπόσταση από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας του. Ο Χιούστον έλαβε άλλη μια υποψηφιότητα για το σενάριο της ταινίας, η οποία προτάθηκε επίσης γα Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας χάνοντας από τη δραματική ταινία του Τζον Φορντ Η κοιλάδα της κατάρας (How Green was my Valley, 1941). Ο Τζακ Γουόρνερ αναγνώρισε το ταλέντο του Χιούστον και του ανέθεσε τη σκηνοθεσία ταινιών με υψηλό προϋπολογισμό. Επόμενό του σκηνοθετικό εγχείρημα ήταν η ταινία Η ύαινα (In this our Life, 1942) δράμα που πραγματεύεται το φαινόμενο του ρατσισμού με πρωταγωνίστρια τη Μπέτι Ντέιβις, που ακολουθήθηκε από την ταινία Τα Γεράκια του Ειρηνικού (Across the Pacific) της ίδιας χρονιάς, στην οποία εκτός από τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ συμμετείχε και όλο το καστ από Το Γεράκι της Μάλτας. Κι οι δυο ταινίες στέφθηκαν με επιτυχία. Την ίδια χρονιά ο σκηνοθέτης κατετάγη στο στρατό των Η.Π.Α και αναχώρησε για το μέτωπο, όπου κατέγραψε με την κάμερα του τη φρίκη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Με τη λήξη του πολέμου, ο σκηνοθέτης επέστρεψε στις Η.Π.Α. όπου συμμετείχε στη συγγραφή του σεναρίου της ταινίας του Όρσον Γουέλς Ο Άγνωστος (The Stranger, 1946).

Πρώτο του σκηνοθετικό εγχείρημα μετά την επιστροφή του από το μέτωπο ήταν η ταινία του 1948 Ο Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε (The Treasure of Sierra Madre) στο οποίο ανέθεσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο για μια ακόμη φορά στο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Στην ταινία εμφανίστηκαν επίσης ο πατέρας του Γουόλτερ Χιούστον κι ο Τιμ Χολτ. Η ταινία προτάθηκε για τέσσερα βραβεία Όσκαρ εκ των οποίων κέρδισε τρία. Έχασε μόνο το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας από τον κινηματογραφικό Άμλετ (Hamlet, 1948) του Λόρενς Ολίβιε. Ο Χιούστον βραβεύτηκε τόσο με Όσκαρ Σκηνοθεσίας όσο

και με όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου, ενώ ο πατέρας του έλαβε το Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου. Την ίδια χρονιά γύρισε το Φιλμ Νουάρ Στη βοή της καταιγίδος (Key Largo, 1948) με πρωταγωνιστές το Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και τη Λορίν Μπακόλ. Η ταινία χάρισε στην Κλερ Τρέβορ το Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου[1]. Ο σκηνοθέτης ήταν όμως απογοητευμένος από το γεγονός ότι η Warner Bros. αφαίρεσε κάποιες σκηνές από την ταινία χωρίς την έγκρισή του κι αποφάσισε να αποχωρήσει από την εταιρία μετά τη λήξη του συμβόλαιού του. Το 1950 επέστρεψε στο σκηνοθετικό τιμόνι αναλαμβάνοντας ακόμη ένα Φιλμ Νουάρ, την ταινία Η Ζούγκλα της Ασφάλτου (The Asphalt Jungle) που του χάρισε άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Σκηνοθεσίας.

Η επιτυχία του σκηνοθέτη συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '50, με ταινίες όπως: Η Βασίλισσα της Αφρικής (The African Queen, 1951) που χάρισε στον Μπόγκαρτ το Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου, Μουλέν Ρουζ (Moulin Rouge, 1952), Μόμπι Ντικ (Moby Dick, 1956) και Σάρκα και Ψυχή (Heaven Knows, Mr. Allison, 1957). Μόνη του αποτυχημένη ταινία της περιόδου ήταν το Πιο Δυνατός απ`τον Διάβολο (Beat the Devil, 1953), ενώ μετά την εμπορική αποτυχία των ταινιών: Οι Ρίζες του Ουρανού (The Roots of Heaven) και Ο Βάρβαρος κι η Γκέισα (The Barbarian and the Geisha) αποφάσισε να απέχει από τα κινηματογραφικά δρώμενα για ένα χρόνο.

Το 1960 γύρισε τις ταινίες: Οι Ασυγχώρητοι (The Unforgiven) με τους Όντρεϊ Χέπμπορν και Μπαρτ Λάνκαστερ και Οι Αταίριαστοι (The Misfits) με τη Μέριλιν Μονρόε, τον Κλαρκ Γκέιμπλ και το Μοντγκόμερι Κλιφτ. Παρά την επιτυχία της, η ταινία αυτή θεωρείται μια από τις καταραμένες του Χόλιγουντ, καθώς αποτέλεσε την τελευταία ταινία του Κλαρκ Γκέιμπλ και της Μέριλιν Μονρόε. Ο πρώτος απεβίωσε πριν ολοκληρωθούν τα γυρίσματα, ενώ η Μονρόε πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Ο Μοντγκόμερι Κλιφτ που δε βρισκόταν στην καλύτερη φάση της καριέρας του επρόκειτο να αποβιώσει το 1966. Ο Χιούστον συνεργάστηκε άλλη μια φορά με τον Κλιφτ το 1962 για την ταινία Φρόιντ, Απόκρυφα Πάθη (Freud). Το 1966 ανέλαβε τη σκηνοθεσία της επικής ταινίας θρησκευτικού περιεχομένου Η Βίβλος (The Bible), βασισμένη στη Γένεση. Ο προϋπολογισμός ήταν τεράστιος κι οι εισπράξεις ήταν χαμηλές με αποτέλεσμα η ταινία να θεωρηθεί αποτυχημένη. Ο ίδιος ο Χιούστον είχε αναλάβει το ρόλο του Νώε, τον οποίον είχε αρχικά προτείνει στους Τσάρλι Τσάπλιν και Άλεκ

Γκίνες. Ακολούθησε μια σειρά ταινιών γυρισμένες στην Ευρώπη κι ο σκηνοθέτης επέστρεψε στο Χόλιγουντ το 1972 για να δημιουργήσει την ταινία Βρώμικη Πόλη (Fat City) με τους Στέισι Κιτς και Τζεφ Μπρίτζες. Ιδιαίτερα επιτυχημένη θεωρήθηκε η κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ Ο Άνθρωπος που θα Γινόταν Βασιλιάς (The Man Who Would Be King, 1975) που γύρισε με πρωταγωνιστές τους Σον Κόνερι και Μάικλ Κέιν, μετά την ολοκλήρωση της οποίας αποσύρθηκε για τέσσερα χρόνια λόγω προβλημάτων υγείας.

Κατά τη δεκαετία του '80 γύρισε τις ταινίες Η Μεγάλη Απόδραση των 11 (Escape to Victory), Κάτω απ' το Ηφαίστειο (Under the Volcano, 1982) και Η Τιμή των Πρίτσι (Prizzi's Honor, 1985) που χάρισε την τελευταία υποψηφιότητα για Όσκαρ Σκηνοθεσίας σε εκείνον και το Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου στην κόρη του Αντζέλικα. Τελευταία του ταινία ήταν Οι Δουβλινέζοι (The Dead).

Καριέρα ως Ηθοποιός

Κατά το τέλος της καριέρας του άρχισε να αναλαμβάνει και κινηματογραφικούς ρόλους σε ταινίες άλλων σκηνοθετών ξεκινώντας το 1963 με την ταινία του Όττο Πρέμινγκερ Ο Καρδινάλιος (The Cardinal), όπου υποδύθηκε το ρόλο ενός Καρδινάλιου, σε μια ερμηνεία που σύμφωνα με τον Πρέμινγκερ έκλεψε την παράσταση και του χάρισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου. Άλλος αξιομνημόνευτος ρόλος του ήταν εκείνος του επιχειρηματία Νόα Κρος στο Φιλμ Νουάρ του Ρόμαν Πολάνσκι Τσάιναταουν (Chinatown, 1974). Ο Χιούστον δήλωνε ότι του άρεσε η υποκριτική αλλά δήλωνε επίσης ότι δεν την έπαιρνε στα σοβαρά. Ήταν περήφανος για τις ερμηνείες του στις ταινίες: Μάχη στον Πλανήτη των Πιθήκων (Battle for the Planet of the Apes, 1973), Τσάιναταουν και Δυναστεία Δολοφόνων (Winter Kills, 1979).

Θάνατος

Ο Χιούστον ήταν φανατικός καπνιστής και το 1978 του διέγνωσαν εμφύσημα, αλλά τον τελευταίο χρόνο της ζωής του δεν ήταν σε θέση να αναπνεύσει για περισσότερο από 20 λεπτά χωρίς τη βοήθεια οξυγόνου. Απεβίωσε στις 28 Αυγούστου του 1987 στη Μίντλταουν του Ρόουντ Άιλαντ από πνευμονία που αποτέλεσε επιπλοκή της πνευμονοπάθειάς του.
Τασος Παπαναστασιου
28/8/2014 ·
φωτογραφία από http://www.google.com/imgres

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου